- αλόσανθον
- ἁλόσανθον, το (Α)λεπτό αλάτι από θαλασσινό νερό, αφράλατο, αφράλα2. αναλυτικά ἁλός + άνθοςτο φυτό αψίνθιον, αψέντι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς -ός + ἄνθος.ΠΑΡ. αρχ. ἁλοσάνθινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλόσανθον — efflorescence of salt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοσάνθινος — ἁλοσάνθινος, η, ον (Α) [αλόσανθον] (κρασί) εμπλουτισμένο με αλόσανθον, που χρησίμευε ως καθαρτικό … Dictionary of Greek
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek